-
1 право
1. (государственные нормы и правила, законы и постановления государства) το δικαίωμαбез - а передачи χωρίς δικαίωμα μεταβίβασης/μεταφοράςконосамент без - а передачи φορτωτική χωρίς το - μετάδο-σης/μεταφοράς2. юр. το δίκαιο 3. (возможность действовать, поступать каким-л. образом) το δικαίωμα, η απαίτησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > право
-
2 доля
-и γεν. πλθ. -ей θ.1. μερίδιο, μερίδα, μέρισμα, μέρος, μερτικό, μοίρα, μοιράδι(ο)•делить на равные -и χωρίζω σε ίσια μέρη•
это имение досталось на -ю αυτό το κτήμα μού 'πέσε στο μερτικό μου•
моя доля наследства το μερίδιο μου από την κληρονομιά•
капика есть сотая доля рубля το καπίκι είναι το ένα εκατοστό του ρουβλιού•
третья, четвртая, гитая доля листа σχήμα φύλλου σε ένα τρίτο, τέταρτο, πέμπτο.
|| δόση, κόκκος•в его словах не было и -и истины στα λόγιατου δεν υπήρχε ούτε κόκκος αλήθειας•
доля здравого смысла κόκκος ορθού λόγου (λογικής σκέψης)•
2. τύχη, μοίρα, ειμαρμένη, ριζικό. || (απλ.) ευτυχία.3. παλ. ρωσικό μέτρο βάρους ίσον προς 44 χιλιοστά του γραμμαρίου.εκφρ.быть в -е – είμαι μέτοχος•войти в -го – μπαίνω μέτοχος, γίνομαι μέτοχος•принять в -ю – παίρνω μέτοχο•на -ю – στο μερίδιο•на мою -ю – στο μερίδιο μου.